Tuesday 24 March 2009

Αλήθεια και κβαντική φυσική

            Στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών, οι αντιστοιχιστικές θεωρίες της αλήθειας θεωρούνται ως οι επικρατέστερες. Παρότι υπάρχει αριθμός διατυπώσεων τέτοιων θεωριών, η κεντρική ιδέα είναι ότι μία πρόταση είναι αληθής εάν και μόνο εάν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα ή απεικονίζει την πραγματικότητα. Στο πεδίο της κλασικής φυσικής, οι δηλωτικές προτάσεις, οι οποίες εμπεριέχονται στο σώμα της θεωρίας, είναι της μορφής: “το φυσικό σύστημα Σ κατέχει την ιδιότητα Δ”. Εάν, συνεπώς, οι επιστημονικές δηλωτικές προτάσεις είναι αληθείς ή ψευδείς, ως διαπιστωτικό στοιχείο αναπαράστασης της πραγματικότητας, ο έλεγχος της αληθοτιμής τους θα πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο είδος σύγκρισης ανάμεσα στο περιεχόμενο των προτάσεων που αναφέρονται στη φυσική πραγματικότητα και την ίδια την πραγματικότητα. Στην περίπτωση κατά την οποία η σύγκριση αυτή έχει θετικό αποτέλεσμα, καταδεικνύεται η ύπαρξη αντιστοίχισης της πρότασης με την πραγματικότητα και συνεπώς η πρόταση θεωρείται αληθής.
   Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να αποφύγουμε έναν φαύλο κύκλο, καθώς λεπτομερή γνώση της πραγματικότητας αποκτάμε μόνο μέσω των επιστημονικών θεωριών μας. Στο πλαίσιο της φυσικής αναμένεται ότι η δυναμική σχέση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης (ή πειράματος) προσφέρει τη λύση στο πρόβλημα της κυκλικότητας.
    Στην κλασική φυσική, ειδικότερα, ο ερευνητής-φυσικός, θεωρείται ως εξωτερικός και παθητικός παρατηρητής. Εξωτερικός, διότι εκλαμβάνεται ως πλήρως αποσπασμένος από το υπό διερεύνηση φυσικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από εγγενείς ιδιότητες. Στο πεδίο της κλασικής φυσικής, οι εξατομικευμένες οντότητες, οι οποίες αποτελούν το υπό διερεύνηση φυσικό σύστημα, τελούν υπό καθεστώς αυτοτέλειας. Η ύπαρξη των οντοτήτων αυτών θεωρείται ανεξάρτητη, όχι μόνο από τη δυνατότητα γνώσης μας για αυτές, αλλά και από οποιαδήποτε πειραματική διαδικασία στην οποία υποβάλλονται. Ο ερευνητής θεωρείται, επίσης, ως παθητικός παρατηρητής, διότι κατά την πειραματική διαδικασία, όπως για παράδειγμα σε μία διαδικασία μέτρησης, οι μεταβολές στα χαρακτηριστικά τού υπό διερεύνηση φυσικού συστήματος είναι αποκλειστικά και μόνο ποσοτικές, όχι ποιοτικές. Επιπλέον, οι μεταβολές, τις οποίες επιβάλλει η αλληλεπίδραση μεταξύ συσκευής μέτρησης και υπό διερεύνηση φυσικού συστήματος, λαμβάνουν χώρα κατά τρόπο προβλέψιμο και σύμφωνα με τους δυναμικούς νόμους της κλασικής φυσικής. Οι προαναφερθείσες δηλωτικές προτάσεις, λοιπόν, θεωρούνται ως αληθείς, εάν και μόνον εάν το σύστημα όντως κατέχει την προβλεπόμενη ιδιότητα, μέσα στα αποδεκτά όρια του πειραματικού σφάλματος. Ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αδύνατον να εξακριβωθεί η αληθοτιμή μίας πρότασης, δεν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πρόταση δεν κατέχει αληθοτιμή. Η άγνοια αυτή είναι μόνον επιστημικής φύσεως. Η πρόταση κατέχει αληθοτιμή εντελώς ανεξάρτητα από τη διαδικασία καθορισμού της. Συνεπώς, η δομή του συνόλου των προτάσεων που διέπουν ένα κλασικό φυσικό σύστημα είναι ισομορφική μίας Μπούλεια άλγεβρας (Boolean algebra), η οποία επιπροσθέτως χαρακτηρίζει τη δομή της τυπικής, κλασικής λογικής.
   Σε αντίθεση με την κλασική φυσική, το προτασιακό πλέγμα της κβαντικής μηχανικής δεν επιδέχεται μία σημασιολογία πινάκων αλήθειας κατά το πρότυπο της τυπικής, Μπούλεια λογικής. Διότι, για παράδειγμα, στο πεδίο αναφοράς της κβαντικής μηχανικής, είναι δυνατόν δύο προτάσεις Α και Β να είναι αμφότερες μη-αληθείς, η διάζευξή τους Α ν Β όμως (η οποία παράγει τον χώρο των γραμμικών συνδυασμών τους) να είναι αληθής, καθώς η αντίστοιχη κβαντομηχανική κατάσταση μπορεί να αποτελεί υπέρθεσή τους. Ούτε η αληθοτιμή μίας σύνθετης πρότασης στην κβαντική μηχανική καθορίζεται μονοσήμαντα από τις αληθοτιμές των συνιστωσών της προτάσεων. Σε κάθε φυσικώς σημαντική περίπτωση στη μικροφυσική, η αληθοτιμή μίας πρότασης είναι εν γένει απροσδιόριστη. Επιπλέον, βάσει του θεωρήματος Kochen-Specker, δεν είναι δυνατή η απόδοση αληθοτιμών στο σύνολο των προτάσεων που διέπουν ένα κβαντικό σύστημα, χωρίς να οδηγηθούμε σε λογική αντίφαση εντός της θεωρίας. Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση ότι το γνωρίζον υποκείμενο, ο παρατηρητής, είναι πλήρως αποσπασμένος από το υπό διερεύνηση αντικείμενο, φυσικό σύστημα, διαρρηγνύεται στην κβαντική μηχανική. Η πλαισιακή εξάρτηση των ιδιοτήτων ενός κβαντικού συστήματος έχει επισημανθεί από αριθμό σχολιαστών (π.χ. Niels Bohr, John Bell, David Bohm). Η αδυναμία απόδοσης καλώς-ορισμένων αληθοτιμών, σε συνδυασμό με το στοιχείο της πλαισιακής εξάρτησης, δεν καθιστά απαραίτητη την αποδοχή κάποιου είδους αντιρεαλισμού ή μίας σχετικιστικής θεωρίας της αλήθειας. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να δείξει ότι μία αντιστοιχιστική θεωρία περί αλήθειας είναι δυνατή στο πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας χωρίς να οδηγεί σε λογικές αντιφάσεις εντός της θεωρίας. Βασική προϋπόθεση, όμως, αποτελεί η αναθεώρηση του τρόπου κατά τον οποίο οι προτάσεις εντός της θεωρίας εκφράζονται, καθώς και οι συνθήκες, υπό τις οποίες λαμβάνουν αληθοτιμές. Η παρούσα εργασία, συνεπώς, συνιστά μία πρωτότυπη αμφίπλευρη μελέτη τόσο στο φιλοσοφικό επίπεδο, όσο αφορά την αποτίμηση των ήδη υπαρκτών θεωριών αλήθειας, όσο και στο επίπεδο των διερευνήσεων της κβαντικής λογικής.

Ρεαλισμός και κβαντική φυσική

Ρεαλισμός και Κβαντική Φυσική

Σε γενικές γραμμές, ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι η φιλοσοφική θέση που υποστηρίζει ότι ο κόσμος, η φυσική πραγματικότητα, έχει μια καθορισμένη και ανεξάρτητη από τον νου δομή και ύπαρξη. Κατά τον επιστημονικό ρεαλισμό, οι επιστημονικές θεωρίες πρέπει να ερμηνεύονται κυριολεκτικά. Συνιστούν αυθεντικές περιγραφές της φυσικής πραγματικότητας και μπορούν να λάβουν αληθοτιμές. Ως εκ τούτου, μπορούν να είναι αληθείς ή ψευδείς. Εάν, λοιπόν, οι επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς, τότε οι μη παρατηρήσιμες οντότητες, τις οποίες θέτουν, κατοικούν τον κόσμο.
Ο επιστημονικός ρεαλισμός προβάλλει δύο παράλληλους ισχυρισμούς. Πρώτον, ότι υπάρχει ένας, ανεξάρτητος από τη γνωστική δραστηριότητα, κόσμος τον οποίο η επιστήμη επιχειρεί να χαρτογραφήσει. Δεύτερον, ότι η επιστήμη είναι ικανή να αναπαραστήσει αξιόπιστα τον κόσμο επιτρέποντας να γνωρίσουμε την αλήθεια (ή μέρος της) για αυτόν.
     Σύμφωνα με τους παραπάνω ισχυρισμούς και στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών, οι πειραματικές διαδικασίες που χρησιμοποιούμε για τη διερεύνηση ενός φυσικού συστήματος αποκαλύπτουν εγγενή χαρακτηριστικά του, τα οποία ανήκουν στο σύστημα καθεαυτό, ανεξάρτητα από το είδος της πειραματικής διαδικασίας. Επιπλέον, οι τιμές των ιδιοτήτων ενός φυσικού συστήματος θεωρούνται ως καλώς-ορισμένες ανεξάρτητα από το εάν επιχειρείται ή όχι οποιαδήποτε μέτρηση επ’ αυτών. Η διαδικασία της μέτρησης της ιδιότητας ενός συστήματος απλώς αποκαλύπτει την τιμή της και υπό καμία έννοια δεν θεωρείται ότι τη συνδιαμορφώνει.
Οι επικριτές του ρεαλισμού συχνά επικαλούνται ως επιχείρημα εναντίον του τα προβλήματα που ανακύπτουν από την κβαντική θεωρία. Δεδομένης της επιτυχίας της κβαντικής μηχανικής, σε πειραματικό και θεωρητικό επίπεδο, η πρόκληση που παρουσιάζει η κβαντική θεωρία μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πλέον σημαντική για τον ρεαλιστή. Κατά την κβαντική θεωρία, η κυματοσυνάρτηση, η οποία εκφράζει την κατάσταση ενός φυσικού συστήματος, δεν προσδιορίζει μονοσήμαντα το αποτέλεσμα μίας μέτρησης, αλλά μόνο το ποσοστό συμμετοχής όλων των πιθανών αποτελεσμάτων. Τα προβλήματα ή παράδοξα που προέκυψαν (γάτα του Schrödinger, επιχείρημα EPR, κβαντική μέτρηση, κλπ.) ώθησαν εξέχοντες φυσικούς, όπως τον Einstein, στην αμφισβήτηση της πληρότητας της κβαντικής θεωρίας. Από την πλευρά του ρεαλισμού, η λύση που προτάθηκε, μεταξύ άλλων, ήταν αυτή της ύπαρξης λανθανουσών παραμέτρων ή κρυμμένων μεταβλητών στο υπο-κβαντομηχανικό επίπεδο, η άγνοια των οποίων οδηγούσε στα παραπάνω παράδοξα. Όμως, βάσει του θεωρήματος Bell, καμία τοπική ρεαλιστικού τύπου θεωρία λανθανουσών παραμέτρων, η οποία αξιώνει να προσδίδει επακριβώς καθορισμένες τιμές σε φυσικά μεγέθη μικροφυσικών οντοτήτων, είναι σε θέση να αναπαραγάγει το σύνολο των στατιστικών προβλέψεων της κβαντικής μηχανικής. Επιπλέον, το θεώρημα Kochen-Specker περί πλαισιακότητας (contextuality) των τιμών κβαντικών μεγεθών θέτει σοβαρές αμφιβολίες για την πιθανότητα ρεαλιστικής ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής μέσω θεωριών λανθανουσών παραμέτρων.
    Συνεπώς, σύμφωνα με την πρότυπη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής (χώρου-Hilbert), η θεώρηση ενός προϋπάρχοντος κβαντικού κόσμου, του οποίου τα φυσικά μεγέθη διαθέτουν καλώς- ορισμένες ιδιότητες ή τιμές ανεξαρτήτως του είδους ή των συνθηκών του πειραματικού πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται η ύπαρξή τους, είναι μη δόκιμη. Ειδικότερα, εάν θεωρηθεί ότι η λεπτομερής περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας είναι δυνατή, ανεξάρτητα από τη γνωστική διαδικασία και τις επιχειρούμενες μεθόδους έρευνας, τότε αυτή η ‘πραγματικότητα’ οφείλει να χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία μη τοπικότητας ή μη διαχωρισιμότητας. Έτσι θα πρέπει να διαφέρει ριζικά από το εννοιολογικό περιεχόμενο στο οποίο ο όρος ‘πραγματικότητα’ συνήθως αναφέρεται.
      Η επιτυχής αντιμετώπιση, επομένως, της πρόκλησης της κβαντικής θεωρίας από τον ρεαλιστή προϋποθέτει τη ριζική αναθεώρηση των διαισθητικών κλασικών ιδεών περί φυσικής πραγματικότητας. Η βιωσιμότητα οποιασδήποτε δυνατής ρεαλιστικής ερμηνείας της πρότυπης κβαντικής θεωρίας προϋποθέτει την αποσύνδεση της έννοιας του ρεαλισμού από εδραιωμένες ιδέες της συνήθους αντίληψης ή των αντίστοιχων εξιδανικεύσεών τους στο πεδίο της κλασικής φυσικής, όπως ατομισμός, τοπικότητα, διαχωρισιμότητα, ή από παρεμφερείς φιλοσοφικές προϊδεάσεις, όπως πλήρης διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου, μηχανιστικός ντετερμινισμός και οντολογικός μικρο-αναγωγισμός. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συγκρότηση ενός νέου είδους επιστημονικού ρεαλισμού, δηλαδή η συγκρότηση μίας συνεπούς και συνεκτικής εικόνας της πραγματικότητας η οποία βρίσκεται σε συμφωνία με το περιεχόμενο της σύγχρονης φυσικής.

Monday 2 March 2009

Αντικειμενικότητα και κβαντική φυσική

 

Η διαδικασία της αίτησης απαιτεί την σύνταξη όρισμένων 'πακέτων εργασίας'. Τρία τετοια πακέτα συντάχθηκαν με
θέματα Αντικειμενοκότητα, Ρεαλισμός και Αλήθεια. Το πρώτο πακέτο συντάχθηκε αποκλειστικά από τον Β. Καρακώστα, τα άλλα δυο από εμένα με διορθώσεις και υποδείξεις απο τον κ. Καρακώστα.



Αντικειμενικότητα και Κβαντική Φυσική

"Η έννοια της αντικειμενικότητας είναι δυνατόν να εκληφθεί ως όρος-σχέσης μεταξύ τριών βασικών στοιχείων της γνωστικής διαδικασίας, χαρακτηριστικών σε κάθε επιστήμη. Δηλαδή, μεταξύ του γνωρίζοντος υποκειμένου που προσλαμβάνει, παράγει και κατέχει τη γνώση, της ίδιας της γνώσης και του αντικειμένου στο οποίο η γνώση αναφέρεται. Συγκεκριμένα, στο πεδίο της φυσικής επιστήμης, εσωτερικεύεται εξ αρχής στην ερευνητική διαδικασία μία στοιχειώδης μεθοδολογία αντικειμενοποίησης της φυσικής περιγραφής τουλάχιστον στον βαθμό που η προσλαμβάνουσα γνώση θεωρείται ανεξάρτητη από την ιδιοσύσταση του υποκειμένου, οπότε συνιστά τη δυνατή γνώση ενός αποπροσωποποιημένου υποκειμένου, γνώση, η οποία είναι διυποκειμενικά ελέγξιμη. Η έννοια της αντικειμενικότητας στη φυσική επιστήμη δεν εξαντλείται βεβαίως σε αυτή την απαίτηση. Ούτε η έννοια της αντικειμενικότητας φέρει στατικό, άχρονο περιεχόμενο. Κάθε ουσιαστική, ρηξικέλευθη πρόοδος στην επιστήμη συνεπάγεται την αναγνώριση της δυνατότητας προόδου στη φιλοσοφία της. Έτσι, η εννοιολογική τομή που εισάχθηκε στη φυσική μέσω της ανάπτυξης της κβαντικής θεωρίας επιφέρει επίσης μετασχηματισμούς στη φιλοσοφική θεώρηση για την επιστήμη και τη μεθοδολογία της. Η διάρρηξη των καθιερωμένων εννοιών που συντελέσθηκε κατά τη μετάβαση από την κλασική στην κβαντική μηχανική εμπεριέχει αναπόφευκτα μεταβολές τόσο στην αντίληψή μας για τη φύση της πραγματικότητας όσο και στους τρόπους με τους οποίους αναλογιζόμαστε και διερευνούμε αυτήν την πραγματικότητα. Ποιες τροποποιήσεις, συνεπώς, της ευρύτερης σύλληψης της αντικειμενικής επιστημονικής γνώσης απαιτεί η αποδοχή της κβαντικής μηχανικής;
Η διερεύνηση του συγκεκριμένου ερωτήματος επιχειρείται κατά τρόπο συγκριτικό, αντιδιαστέλλοντας, από πλευράς εννοιολογικών θεμελίων, τη σύγχρονη με την προγενέστερη κατάσταση πραγμάτων στην κλασική φυσική. Είναι δυνατόν να δειχθεί ότι στο πεδίο της κλασικής φυσικής, ο ρόλος του γνωρίζοντος υποκειμένου είναι παθητικός. Το γνωρίζον υποκείμενο, ο παρατηρητής, εκλαμβάνεται ως πλήρως αποσπασμένος από το προς παρατήρηση αντικείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από εγγενείς ιδιότητες. Η αντικειμενική υπόσταση αυτών των ιδιοτήτων αντλείται ακριβώς από το γεγονός ότι θεωρούνται ως να αντιστοιχούν σε ιδιότητες εξατομικευμένων οντοτήτων, οι οποίες υφίστανται αυτοτελώς ανεξάρτητα από τις πειραματικές συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώνεται η ύπαρξή τους. Έτσι, στην κλασική φυσική, η αντικειμενικότητα της γνώσης θεμελιώνεται, όσον αφορά τη γνωσιολογική της συνιστώσα, στην παθητικότητα του γνωρίζοντος υποκειμένου, ενώ όσον αφορά την οντολογική της συνιστώσα, στην αυθυπαρξία, στην ανεξάρτητη ύπαρξη τού προς μελέτη αντικειμένου από τον λοιπό περιβάλλοντα κόσμο. Από φιλοσοφικής πλευράς, συνεπώς, η κλασική αντίληψη της αντικειμενικότητας υποβαστάζεται από τη μεταφυσική του ζεύγους υπόσταση-κατηγόρημα· βασίζεται στην υποστασιοκρατική φύση ανεξάρτητα υπαρχόντων οντοτήτων· στηρίζεται, κατ’ επέκταση, στη δυνατότητα αντιστοίχισης εξατομικευμένων αντικειμένων προς τις υποτιθέμενα εγγενείς καταστάσεις και ιδιότητές τους, οι οποίες εκλαμβάνονται ως προσδιοριστικές της ταυτότητας των αντικειμένων. Το σύνολο αυτών των συνθηκών παράγει την εικόνα ενός κόσμου στατικού / παθητικού, αφού αυτός φέρει προ-καθορισμένη δομή, μηχανιστικώς ελεγχόμενη, η οποία αναμένεται να ανακαλυφθεί και, εν τέλει, να αναπαρασταθεί, στο ιδανικό όριο, όπως ‘πραγματικά είναι’.
Σε αντιδιαστολή προς την κλασική φυσική, η κβαντική μηχανική, υπό το πρίσμα οποιουδήποτε προς το παρόν ερμηνευτικού της πλαισίου, δηλώνει απερίφραστα ότι ο υλικός κόσμος δεν συνίσταται από ένα σύνολο διακριτών, εξατομικευμένων οντοτήτων συνδεόμενων εξωτερικά μεταξύ τους μόνο μέσω χωρικών και χρονικών σχέσεων. Η κβαντική μηχανική αποτελεί την κατεξοχήν επιστημονική θεωρία  λογικώς συνεπή, μαθηματικώς διατυπωμένη και εμπειρικώς επικυρωμένη , η οποία ενσωματώνει ως βασικό της χαρακτηριστικό ότι το ‘όλο’ δεν είναι πλήρως αναγόμενο ή ισοδύναμο προς το άθροισμα των ‘μερών’ του, συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους φυσικών αλληλεπιδράσεων και χωροχρονικών σχέσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε σύνθετο κβαντικώς συζευγμένο σύστημα διακρίνεται από ιδιότητες οι οποίες, υπό μία σαφώς καθορισμένη έννοια, ενώ χαρακτηρίζουν το όλο σύστημα, δεν είναι ούτε αναγώγιμες προς, ούτε επιγενόμενες των τοπικών ιδιοτήτων των μερών του. Συνεπώς, η αντίληψη περί μίας μεταφυσικής του ζεύγους υπόσταση-κατηγόρημα, ως φιλοσοφικού εργαλείου ανάλυσης, διαρρηγνύεται στο πεδίο της μικροφυσικής.
Είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, κατά τρόπο αυστηρό, ότι λόγω της ουσιώδους μη-διαχωρίσιμης δομής της κβαντικής μηχανικής και της συνακόλουθης πλαισιοκρατικής περιγραφής της φυσικής πραγματικότητας, η αντικειμενικότητα δεν φέρει ως αποκλειστικό της τόπο το αντικείμενο. Υπό την οπτική της κβαντικής θεωρίας, η αντικειμενικότητα δεν συνιστά απλώς προϊόν σύγκρισης ή αντιπαράθεσης με ένα δεδομένο αντικείμενο, κατά το κλασικό πρότυπο. Διότι, δεν είναι δυνατόν να προϋποθέτουμε πλέον ότι η αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης στηρίζεται στην υποστασιοκρατική φύση εξατομικευμένων, αυτοτελών αντικειμένων. Ούτε η αντικειμενικότητα της γνώσης επιτυγχάνεται μέσω του εξοβελισμού ή της πλήρους απαλοιφής του γνωρίζοντος υποκειμένου. Αντιθέτως, η ορθολογική δράση του υποκειμένου συνιστά αναγκαία συνθήκη ως προς την επιστημονική αντικειμενοποίηση της φυσικής πραγματικότητας. Καθώς, κατά τη διερεύνηση του μικροφυσικού στοιχείου, απομακρυνόμαστε ολοκληρωτικά από το πεδίο της άμεσης εποπτείας, η αντικειμενική γνώση ούτε άμεση είναι, ούτε ενορατική· πηγή της δεν αποτελεί η αισθητηριακή εμπειρία ούτε η καθαρή διάνοια. Η επιστημονικώς αντικειμενική γνώση είναι κατεξοχήν κριτική, αναστοχαστική γνώση· αναστοχαστική επί των μεθόδων επίτευξής της. Έτσι, η αντικειμενικότητα της γνώσης εσωτερικεύεται στη σύγχρονη φυσική επιστήμη μέσω ενός διαρκούς διαλόγου θεωρίας – πειράματος, αποσκοπώντας στη συνύφανση της μαθηματικώς συγκροτημένης θεωρίας με την πειραματικώς συγκροτημένη εμπειρία."




 

Wednesday 11 February 2009

Επί του προβλήματος του ρεαλισμού και της έννοιας της αλήθειας στην κβαντική μηχανική

Ο τίτλος του διδακτορικού έχει αλλάξει ελαφρά αλλά μόνο για την ελληνική απόδοση. Όλα τα απιτούμενα έγγραφα για την αίτηση στον Ηράκλειτο θα πρέπει να είναι στην ελληνική και για αυτό και η ελληνική απόδοση του τίτλου.
Η 3μελής επιτροπή δεν έχει συγκροτηθεί επίσημα ακόμα, αλλά εκτός απροόπτου θα αποτελείται από:

Β. Καρακώστας            Επ. Καθηγητής           Παν/μιο Αθηνών (Επιβλέπων)

Σ. Ψύλλος                      Αν. Καθηγητής           Παν/μιο Αθηνών

Ι. Στεφάνου                  Επ. Καθηγητής             Παν/μιο Αθηνών

Για τον παραπάνω λόγο οι σημειώσεις που ακολουθούν (και αφορούν τον ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ) θα είναι στην ελληνική.